Έλεγε ο αββάς Σισώης: «όταν ήμουν
σε σκήτη με το Μακάριο, ανεβήκαμε να θερίσουμε μαζί με εφτά ονόματα, και να μια
χήρα σταχομαζώχτρα πίσω μας έκλαιε ασταμάτητα. Φώναξε , ο γέρων τον κάτοχο του
χωραφιού και του είπε: Τι έχει αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα και όλο κλαίει; Του
απαντά: Στον άνδρα της είχε εμπιστευτεί κάποιος ένα ποσό, αλλά πέθανε ξαφνικά και
δεν είπε πού το είχε κρύψει. Θέλει, λοιπόν, τώρα ο κύριος του ποσού να πάρει
αυτήν και τα παιδιά της και να τους κάμη δούλους του».
Του λέγει ο Γέρων: «Πες της να έλθει σε εμάς, εκεί όπου αναπαυόμαστε από το λιοπύρι. Και σαν ήλθε η γυναίκα, τής είπε ο γέρων: Γιατί κλαίς έτσι ασταμάτητα!
Και απαντά: Στον άνδρα μου εμπιστεύτηκε κάποιος ένα ποσό. Αλλά πέθανε και δεν
πρόλαβε να μου πει πού το είχε βάλει. Και της λέγει ο γέρων: Πάμε να μου
δείξεις πού τον έθαψες. Και παίρνοντας τους αδελφούς κοντά του, βγήκε μαζί με
εκείνην. Σαν ήλθαν δε στον τάφο, της είπε ο γέρων: Πήγαινε στο σπίτι σου.
Και αφού προσευχήθηκαν φώναξε ο γέρων το νεκρό και του λέει: Πού έβαλες το ποσό που σού εμπιστεύθηκαν; «Και εκείνος αποκρίνεται και του λέει: Στο σπίτι μου είναι κρυμμένο, κάτω από το πόδι του κρεββατιού.
Και του λέει ο γέρων: "Κοιμήσου
πάλι έως την ημέρα της αναστάσεως"
Πηγή : Βιβλίο, Το Γεροντικόν, σελ. 150-151

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου