Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2015

Είδε την άλλη ζωή, Κων/νος Νατσόπουλος εκ Νεοκάστρου Πιερίας




Την παρακάτω Οπτασία του ευσεβούς αυτού χριστιανού άκουσε από τον ίδιον και μου την έδωσε ο Μοναχός  Ανδρέας Γρηγοριάτης, ο οποίος τότε υπηρετούσε στο Μετόχι Βούλτσιστα Πιερίας, όπως μας διηγείται ο ίδιος: 
  «.....Το 1945, ήμουν μάγειρας στο Μετόχι μας Βούλτσιστα της  Ιεράς ημών Μονής του  Οσίου Γρηγορίου  Αγίου Όρους, που ευρίσκεται κοντά στο χωριό Λιβάδι Κατερίνης. Την Κυριακή των Βαΐων εκείνου του έτους ήλθε στο Μετόχι μας ο εκ Νεοκάστρου Κωνσταντίνος Νατσόπουλος ή Σαπουνάς,  για να αγοράσει από τον Γέρο-Νέστορα τον Οικονόμο του Μετοχιού ένα αρνί για το Άγιο Πάσχα. Επειδή εκείνη την στιγμή απουσίαζε ο Οικονόμος, τον κέρασα εγώ καφέ και τον ερώτησα λεπτομερώς να μάθω πώς του συνέβη η ασθένεια του και πώς διασώθηκε. Εκείνος μου διηγήθηκε με μεγάλη προθυμία τα έξης»: 
  «....Εγώ, πάτερ Ανδρέα, καθώς γνωρίζεις, ήμουν επιστρατευμένος μαζί με άλλους συγχωριανούς μου για να φυλάγουμε το χωριό από τους αντάρτες. Αρχές Σεπτεμβρίου του 1944 φύγαμε από το χωριό μαζί με τους οπλίτες του χωρίου Μελική Ημαθίας και με αρχηγό τον καπετάν Γεώργιο Κουκιώτη επήγαμε μέσω του Γίδα (Αλεξάνδρεια) στο χωριό Κούκος. Από εκεί αρχές Οκτωβρίου φύγαμε και επήγαμε στο Κιλκίς και μετά από συνεχή ανταρτοπόλεμο μας διέλυσαν και, όσους μας συνέλαβαν αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων ήμουν και εγώ ( μας έκλεισαν στο στρατόπεδο Παύλου Μελά της Θεσσαλονίκης. Εκεί λοιπόν, πάτερ Ανδρέα, καθώς ήμουν ταλαιπωρημένος, έπεσα κάτω άρρωστος και έμεινα σε αφασία νεκρός. Από εκεί και μετά τι έκαναν με το σώμα δεν γνωρίζω. 

Γνωρίζω μόνο ότι ευρέθηκα με την ψυχή μου σ' ένα μεγάλο στρατώνα, δεν μπορώ να περιγράψω  το μέγεθος του, που είχε πολλά δωμάτια και φωτίζονταν όλα από ένα δυνατό φως, δυνατότερου, του ηλίου, χωρίς να γνωρίζω από που ερχόταν αυτό το φως. Εγώ περνώντας από το ένα δωμάτιο στο άλλο, διότι είχαν πόρτες που συγκοινωνούσαν μεταξύ τους, έφθασα έξω σ' ένα μέγα προαύλιο και εκεί το φως και ή λαμπρότης με είχαν θαμπώσει. Ήταν ένα φως ισχυρότερο του ηλίου, το όποιο όμως δεν έκαιγε, όπως καίει εδώ το ηλιακό φως. 
  Στην αυλή αυτή ήταν πολύς κόσμος και πολλούς γνώρισα από το χωριό μου που είχαν πεθάνει πριν από μερικά χρόνια. Φορούσαν τα ρούχα τους με τα όποια ζούσαν εδώ στην γη, τους χαιρέτησα και είπα στον εαυτό μου, ότι αυτοί έχουν πεθάνει, πώς τώρα εγώ ευρίσκομαι μαζί τους; Μήπως απέθανα και εγώ και δεν το κατάλαβα ακόμη; Τότε αυτοί μου έλεγαν ότι εδώ θα έλθεις και εσύ. 
  Κατόπιν επήγα στον φράκτη εκείνης της αυλής πού περιστοιχιζόταν από ξύλινους πασσάλους και πέραν άπ' αυτούς είδα ν' απλώνεται μια άλλη επίσης απέραντη πεδιάδα, φυτεμένη με διαφόρων ειδών λουλούδια, τα όποια ευωδίαζαν και χωρίζονταν με διαδρόμους, στους οποίους έκαναν περιπάτους κατά ομάδες παιδιά ηλικίας, καθώς μου φάνηκαν, από δέκα έως δώδεκα χρονών. Αυτά ερχόμενα από άλλου έμπαιναν μέσα στην πεδιάδα των λουλουδιών και εμείς καθόμασταν μέσα από τον φράκτη της πρώτης αυλής και απολαμβάναμε την ομορφιά και ευωδία των λουλουδιών". 
  Κατά το διάστημα των είκοσι ήμερων που έμεινα εκεί, ούτε καν μου ήλθε λογισμός για φαγητό, αλλά ευφραινόμουν με το να βλέπω τα παιδιά και τα λουλούδια, που ήταν σαν αγγελούδια και έκαναν βόλτες. 
  Ξαφνικά ευρέθηκα στο κρεβάτι, στο Νοσοκομείο των Λοιμωδών και μόλις άνοιξα τα μάτια μου, φώναξα με το επιφώνημα: Αααα! Τότε ήλθε η αδελφή Νοσοκόμος και ειδοποίησε και τους γιατρούς λέγοντας ότι: «Ο Λάζαρος αναστήθηκε...». Οι γιατροί μου έδωσαν γάλα, έως ότου συνηθίσει ο οργανισμός το φαγητό και μετά από λίγες ήμερες με έστειλαν στο σπίτι μου και στην οικογένεια μου».

Πηγή : Βιβλιογραφία Ψυχωφελείς Οπτασίες και Διηγήσεις για την Αλλη Ζωή, Εκδόσεις  Ορθόδοξος ΚΥΨΕΛΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου