Σε λίγο καιρό, μετά από βαρεία αρρώστια, πέθανε και αυτό και έτσι οι γονείς του έμειναν απαρηγόρητοι. Μετά από 15 ημέρες, από τον θάνατο του παιδιού τους, ο πατέρας λιποθύμησε και φαινόταν σαν να πέθανε. Το σώμα του ήταν όλο νεκρό και κρύο και μόνο στο μέρος της καρδιάς του ήταν ζεστό. Γι' αυτό απεφάσισαν οι δικοί του να μη τον κηδεύσουν, έως ότου νεκρωθεί όλο του το σώμα.
Ο Δημήτριος όμως πήγε στην άλλη ζωή με την ψυχή του και όταν επέστρεψε πολύ παρηγορήθηκε, όχι μόνο αυτός αλλά και όλοι οι συγγενείς του, για τα όσα είδε, απήλαυσε και θαύμασε.
Είδε τα παιδιά του και μάλιστα το τελευταίο να ευρίσκονται σε μία ανεκλάλητη χαρά και ευφροσύνη, την οποία και ο ίδιος ζήλευσε να απολαύσει και εκεί για πάντα να μείνει.
Να πώς μας διηγείται ο ίδιος το ταξίδι του στους ουράνιους κόσμους: «Όταν κειτόμουν στο κρεβάτι άρρωστος, βλέπω ένα χρυσοστολισμένο νέο, πού ή λαμπρότης και το κάλλος των ενδυμάτων και του προσώπου του δεν περιγράφονται. Ξέχασα παντελώς τα γήινα και όλη ή προσοχή μου ήταν στραμμένη ολοκληρωτικά σ' αυτόν. Νόμισα ότι βγήκα από το σώμα μου και με την ψυχή μου στην αγκαλιά του ανέβαινα μαζί του στους ουρανούς. Μου εφάνη ότι περάσαμε επτά κύκλους ουρανών. Ανεβαίνοντας συναντήσαμε φως με ομίχλη, ενώ υψηλότερα το φως έγινε λαμπρότερο και μία θαυμαστή γη απλωνόταν μπροστά μας με ωραία λουλούδια, ανθισμένα δένδρα, των οποίων το κάλλος δεν μπορεί γλώσσα να διηγηθεί πρέποντος. Μετά απ' αυτή την όντως παραδεισένια γη, βρεθήκαμε μπροστά σε δύο καλά σφραγισμένες σιδερένιες πόρτες. Στην δεξιά φύλαγαν λευκοφόροι νέοι, στην αριστερά στέκονταν μαύροι με φοβερή όψη. Σαν φθάσαμε εκεί, ο συνοδός μου άγγελος μου λέγει: «Σκύψε σύντομα και προσκύνησε». 'Εγώ καθώς ήμουν σκυφτός στην γη, άκουσα μία φωνή από μακριά πού έλεγε: «Τι τον έφερες αυτόν εδώ; Δεν σου είπα να φέρεις αυτόν, αλλά τον γείτονά του, τον Νικόλαο. αυτός έχει να ζήση ακόμη επί της γης».
Μετά από την φωνή αυτή, με πήρε ο οδηγός μου και πήγαμε κατά ανατολάς, όπου υπήρχε μία ανθισμένη πεδιάδα με ωραία δένδρα διαφόρων ποικιλιών. Στον ίσκιο κάθε δένδρου, καθόταν και από ένας άνθρωπος, οι οποίοι όλοι ήταν μιας ηλικίας, αλλά τα πρόσωπά τους άλλων ήταν λαμπρά και ωραία, άλλων στυγνά και λίγο μαύρα και άλλων ήταν κατάμαυρα και σκοτεινά. Στον καθένα φαίνονταν καθαρά τα έργα πού έκαναν στην ζωή τους και γνώριζε ο ένας τον άλλον. Μέσα σ' αυτή την πεδιάδα, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά, έβλεπα πολλούς πού γνώριζα στην ζωή αυτή και είχαν πεθάνει πριν από πολύ καιρό. Επίσης γνώρισα πολλές γυναίκες. Είδα εκεί και μία γνωστή μου γυναίκα πόρνη, ή οποία από την εξωτερική της εμφανίσει γνωριζόταν ποια ζωή έκανε εδώ κάτω στην γη. Είδα και κακοποιούς πού είχαν καταδικασθεί με κρεμάλα και άλλους αμαρτωλούς και καλούς ανθρώπους να έχουν φανερά τα σημεία των πράξεών τους. Είδα επίσης και πολλούς φίλους και συγγενείς μου να ευρίσκονται σ αυτόν τον τόπο.
Σ' άλλο τόπο της πεδιάδος πολύ ωραίο είδα να κάθονται τέσσερα παιδάκια πολύ όμορφα και φωτεινά στην όψη. Ο συνοδός μου άγγελος με ρώτησε: «Αδελφέ, γνωρίζεις αυτά τα ωραία παιδάκια;». Πλησιάζω πιο κοντά και βλέπω κατάπληκτος ότι αυτά ήταν τα παιδάκια μας, τα οποία το τελευταίο δωδεκάχρονο, πού πέθανε, το είχαν βάλει στην μέση. Τότε είπα στον άγγελο: «Ναι, Κύριέ μου, τα γνωρίζω' αυτά είναι τα δικά μου παιδιά». Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη πού τα είδα να είναι τόσο χαριτωμένα και λαμπροστολισμένα. Παρακάλεσα τον οδηγό μου να μου επιτρέψει να μείνω μαζί τους, να αισθάνομαι την δική τους χαρά και αγαλλίαση και να μη τα αποχωρισθώ ποτέ. Όμως ο άγγελος με τράβηξε από κείνο τον τόπο, λέγοντάς μου ότι δεν έχει έλθει ακόμη για μένα ο καιρός. Εγώ τότε τον ρώτησα: «Κύριέ μου, αυτός ο τόπος είναι ο Παράδεισος και ή Βασιλεία των Ουρανών»;
- 'Εκείνος μου είπε: αυτός ο τόπος ούτε ο Παράδεισος, ούτε ή Βασιλεία των Ουρανών είναι, αλλά αυτό πού λέγει η Αγία Γραφή «ή γη των πραέων». 'Εδώ αναπαύονται σχετικά οι ψυχές ανάλογα με τα έργα τους μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου. Ή τελική κρίσης θα γίνει, αφού ο Κύριος αναστήσει όλο το ανθρώπινο γένος, ώστε και το σώμα να συμμετάσχει στην χαρά ή την τιμωρία της ψυχής. Τότε οι μεν αμαρτωλοί και αμετανόητοι θα μπουν στην αριστερή σιδερένια πόρτα, πού είδες, καθώς ανεβαίναμε στον ουρανό, και την φύλαγαν μερικοί μαύροι και απαίσιοι στην μορφή δαίμονες, ενώ οι δίκαιοι θα εισέλθουν στην δεξιά πόρτα, πού την φυλάγουν λευκοφόροι άγγελοι και εκεί θα απολαύσουν την Βασιλεία του Θεού. Οι ψυχές όμως των μεγάλων αγίων, συνέχισε ο συνοδός μου, ευρίσκονται υψηλότερα απ' αυτόν τον τόπο, εκεί απ' όπου εκπέμπεται και έρχεται αυτό εδώ το φως».
Κατεβαίνοντας χαμηλότερα, φθάσαμε σ' ένα σαπισμένο και μουχλιασμένο τόπο, στον οποίο μέσα σε δυσωδία ανυπόφορη, κατοικούσαν πλήθος ανθρώπων, πού είχαν πολύ θλιβερή την όψη τους. Ρώτησα τι άνθρωποι είναι αυτοί και ο συνοδός μου, μου είπε ότι αυτοί είναι οί Εβραίοι πού δεν πίστευσαν στον Χριστό. Προχωρήσαμε πιο πέρα και βρήκαμε άλλο βρωμερώτερο τόπο, όπου οι άνθρωποι εκεί ήταν μικροσκοπικοί, σαν μικρά παιδιά και σκουλήκια και εκυλίοντο μέσα Στην λάσπη. ρώτησα τον οδηγό μου και μου είπε ότι αυτοί είναι οι τούρκοι, όλοι οι αιρετικοί και κακόδοξοι άνθρωποι». 'Εκεί γνώρισα και πολλούς από τους τσιγγάνους (γύφτους) πού ήξερα απ' αυτή την ζωή και τα πρόσωπά τους ήταν μελανά. 'Όταν βγήκαμε από εκεί, γυρίσαμε και άλλους παρομοίους και χειρότερους τόπους, γεμάτους από ανθρώπους κάθε θρησκείας δαιμονικής ή αιρετικής, άθεους, ειδωλολάτρες και λαούς από διάφορα έθνη. Ρώτησα:
- Κύριέ μου, αυτή είναι ή κόλασης πού λέγει το Ευαγγέλιο;
- Όχι, αυτά είναι προσωρινά μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού. Πρέπει να ξέρης ότι η κόλασης είναι μία, αλλά τα βάσανα και οι τιμωρίες μέσα σ' αυτήν είναι πολλά, όπως και στην Βασιλεία των Ουρανών λαμβάνει κανείς την δοξασμένη θέση του ανάλογα με τους κόπους της μετανοίας και τα έργα της αρετής πού έπραξε στον κόσμο.
Ενώ ο οδηγός μου έλεγε αυτά, άκουσα να έρχεται από το βάθος εκείνης της χαράδρας ή φωνή ενός βρυχωμένου Δράκοντος μαζί με δυσωδία ανυπόφορη.
'Εγώ τόσο τρόμαξα, ώστε προσπάθησα να κρυφθώ στην αγκαλιά του φύλακος αγγέλου μου. Τον ερώτησα:
- Τι φωνή είναι αυτή και από που έρχεται αυτή η βρώμα, Κύριέ μου;
- Αυτός πού φωνάζει και βρυχάται είναι ο παμφάγος Άδης, ο οποίος δέχεται όλους τούς απίστους, τούς αιρετικούς, τούς αμετανόητους αμαρτωλούς και όλους τούς κακούς ανθρώπους και ενώ ή φοβερή αυτή φωνή σφύριζε στα αυτιά μου, ευρέθηκα αμέσως στο σπίτι μου. Είδα το σώμα μου νεκρό, άσχημο και παγωμένο και δεν ήθελα να εισέλθω πάλι σ' Αυτό. Ο οδηγός μου όμως με έβαλε με την βία και τότε αισθάνθηκα δριμύ πόνο και να σαλεύουν όλα τα νεύρα, οι αρθρώσεις και τα κοκάλα».
'Η Οπτασία του Δημητρίου επιβεβαιώθηκε ότι είναι αληθινή και από το γεγονός ότι, δύο ημέρες μετά την οπτασία, ο γείτονάς του Νικόλαος, αν και ήταν πολύ καλά στην υγειά του, ξαφνικά αρρώστησε και πέθανε. 'Έτσι όλες τις ετοιμασίες της κηδείας πού είχαν ετοιμάσει για τον Δημήτριο τις χρησιμοποίησαν για την κηδεία του Νικολάου. με το γεγονός αυτό εκπληρώθηκε και ο λόγος της θείας εκείνης φωνής πού είπε: «δεν σου είπα να φέρεις αυτόν, αλλά τον γείτονά του Νικόλαο».
Πηγή : ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΨΥΧΩΦΕΛΕΙΣ ΟΠΤΑΣΙΕΣ και ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΛΗ
ΖΩΗ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου